Ἀμυκλῶν

Ἀμυκλῶν
Ἀμύκλαι
Amyclean
fem gen pl
Ἀμύκλης
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • Αμύκλαι — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Σπουδαίος αρχαίος οικισμός, 5 χλμ. νότια της Σπάρτης. Κατοικήθηκε γύρω στο 2000 π.Χ. και παρουσίασε εξαιρετική άνθηση στην ύστερη φάση της μυκηναϊκής περιόδου. Από τότε φαίνεται πως είχε καθιερωθεί η λατρεία του… …   Dictionary of Greek

  • Πηνελόπη — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Σπάρτης ή των Αμυκλών Ικαρίου και σύζυγος του Οδυσσέα. Ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, ο Οδυσσέας έφυγε για τον Τρωικό πόλεμο, αφήνοντας την με το γιο τους Τηλέμαχο, βρέφος ακόμα. Είκοσι… …   Dictionary of Greek

  • περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες …   Dictionary of Greek

  • τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …   Dictionary of Greek

  • Αμύκλας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λακεδαίμονα και της Σπάρτης, κόρης του Ευρώτα, και αδελφός της Ευρυδίκης, η οποία ήταν σύζυγος του Ακρίσιου. Από τον γάμο του με τη Διομήδη ο Α. απέκτησε δύο γιους, τον Κυνόρτα και τον Υάκινθο. O Α. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Αριστομένης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας των Μεσσηνίων (7ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Πύρρου ή του Νικομήδη και της Νικοτέλειας, από το γένος των Αιπυτιδών. Ξεσήκωσε τους Μεσσηνίους εναντίον της Σπάρτης και έδειξε τόση ανδρεία στον Β’ Μεσσηνιακό… …   Dictionary of Greek

  • Βυτινιώτης, Κόλιας — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Αρματολός και κλέφτης από τη Βυτίνα. Σε δημοτικά άσματα αναφέρεται ως εκπρόσωπος της παλικαριάς και σύγχρονος του Μαντά από το Αρκουδόρεμα, του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του Μπότσικα Κολοκοτρώνη και άλλων αρματολών της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”